↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπασταρδεμένος η μπασταρδεμένη το μπασταρδεμένο
      γενική του μπασταρδεμένου της μπασταρδεμένης του μπασταρδεμένου
    αιτιατική τον μπασταρδεμένο την μπασταρδεμένη το μπασταρδεμένο
     κλητική μπασταρδεμένε μπασταρδεμένη μπασταρδεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπασταρδεμένοι οι μπασταρδεμένες τα μπασταρδεμένα
      γενική των μπασταρδεμένων των μπασταρδεμένων των μπασταρδεμένων
    αιτιατική τους μπασταρδεμένους τις μπασταρδεμένες τα μπασταρδεμένα
     κλητική μπασταρδεμένοι μπασταρδεμένες μπασταρδεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπασταρδεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μπασταρδεύω

μπασταρδεμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία