μπασταρδεμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπασταρδεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μπασταρδεύω
Μετοχή
επεξεργασίαμπασταρδεμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μπασταρδεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπασταρδεμένος
|
μπασταρδεμένος, -η, -ο
|