Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιππόδρομος οι ιππόδρομοι
      γενική του ιπποδρόμου
ιππόδρομου
των ιπποδρόμων
    αιτιατική τον ιππόδρομο τους ιπποδρόμους
ιππόδρομους
     κλητική ιππόδρομε ιππόδρομοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιππόδρομος < αρχαία ελληνική ἱππόδρομος
 
κούρσα σε ιππόδρομο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιππόδρομος αρσενικό

  1. σύνολο εγκαταστάσεων που προορίζονται για τη διεξαγωγή ιπποδρομιών
    άλλες μορφές: ιπποδρόμιο
  2. (συνεκδοχικά) οι ιπποδρομίες και τα στοιχήματα των θεατών
    το πάθος του είναι ο ιππόδρομος· έχει χάσει εκεί όλη την περιουσία του

  Μεταφράσεις επεξεργασία