Δείτε επίσης: ιπποδρομικός, ἱπποδρομικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιπποδρομιακός η ιπποδρομιακή το ιπποδρομιακό
      γενική του ιπποδρομιακού της ιπποδρομιακής του ιπποδρομιακού
    αιτιατική τον ιπποδρομιακό την ιπποδρομιακή το ιπποδρομιακό
     κλητική ιπποδρομιακέ ιπποδρομιακή ιπποδρομιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιπποδρομιακοί οι ιπποδρομιακές τα ιπποδρομιακά
      γενική των ιπποδρομιακών των ιπποδρομιακών των ιπποδρομιακών
    αιτιατική τους ιπποδρομιακούς τις ιπποδρομιακές τα ιπποδρομιακά
     κλητική ιπποδρομιακοί ιπποδρομιακές ιπποδρομιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιπποδρομιακός < ιπποδρομία + -ακός

  Επίθετο

επεξεργασία

ιπποδρομιακός, -ή, -ό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία