ιπποσύνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιπποσύνη < αρχαία ελληνική ἱπποσύνη < ἵππος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁éḱwos < *h₁oh₁ḱu- (ταχύς) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική chevalerie)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.poˈsi.ni/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιπποσύνη θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ίππος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιπποσύνη