συμπεριφορικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συμπεριφορικός < συμπεριφορά + -ικός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
συμπεριφορικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την συμπεριφορά ή αναφέρεται σ’ αυτή
Επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις συμπεριφορά και φέρω
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
- συμπεριφορική θεραπεία: (ψυχολογία) (ψυχιατρική)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
συμπεριφορικός