à cheval
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπιρρηματική έκφραση
επεξεργασίαà cheval (fr)
- πάνω σε άλογο, έφιππος
- être à cheval (+ entre/sur): από δω κι από κει, πάνω σε, μεταξύ δύο τοποθεσιών
- être à cheval (+ sur/là-dessus ή, κάπως οικεία, avec/pour): είμαι πολύ απαιτητικός