λαμπαδηφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαμπαδηφόρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λαμπαδηφόρος (επίθετο) < λαμπάδ(ος) + -η- + -φόρος (< φέρω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /lam.ba.ðiiˈfo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐μπα‐δη‐φό‐ρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαμπαδηφόρος αρσενικό ή θηλυκό
- που κρατάει έναν πυρσό σε δημόσια πομπή
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- «λαμπαδηφορία, λαμπαδηφόρος (ως ουσιαστικό κοινού γένους)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαμπαδηφόρος < λαμπάδ(ος) + -η- + -φόρος (< φέρω) [1]
Επίθετο
επεξεργασίαλαμπαδηφόρος, -ος, -ον
- που κρατάει πυρσό
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 312
- τοιοίδε τοί μοι λαμπαδηφόρων νομοί,
- Τέτοιους εγώ λαμπαδοφόρων έχω νόμους,
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- τοιοίδε τοί μοι λαμπαδηφόρων νομοί,
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 312
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- λαμπαδηφόρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λαμπαδηφόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.