Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /lɑ̃.pa.dɔ.fɔʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
lampadophore lampadophores

lampadophore (fr) αρσενικό ή θηλυκό