Δείτε επίσης: οπωροφόρος
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ὀπωροφόρος τὸ ὀπωροφόρον
      γενική τοῦ/τῆς ὀπωροφόρου τοῦ ὀπωροφόρου
      δοτική τῷ/τῇ ὀπωροφόρ τῷ ὀπωροφόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν ὀπωροφόρον τὸ ὀπωροφόρον
     κλητική ! ὀπωροφόρε ὀπωροφόρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὀπωροφόροι τὰ ὀπωροφόρ
      γενική τῶν ὀπωροφόρων τῶν ὀπωροφόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς ὀπωροφόροις τοῖς ὀπωροφόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὀπωροφόρους τὰ ὀπωροφόρ
     κλητική ! ὀπωροφόροι ὀπωροφόρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὀπωροφόρω τὼ ὀπωροφόρω
      γεν-δοτ τοῖν ὀπωροφόροιν τοῖν ὀπωροφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀπωροφόρος (ελληνιστική κοινή) < ὀπώρα + φέρω

  Επίθετο

επεξεργασία

ὀπωροφόρος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

  • καρποφόρος
    ※  ανωνύμου, στην Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 7ο, επίγραμμα 321, στίχ. 6 (5-6), @anthologiagraeca.org, @perseus.tufts.edu
    καὶ ὕδατος αὔλακας ἕλκων
    θῆκε μὲν εὐλάχανον, θῆκε δ᾽ ὀπωροφόρον.