Ετυμολογία

επεξεργασία
fructus < fruor < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰruHg- (χρησιμοποιώ, απολαμβάνω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈfruk.tus/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

fructus αρσενικό

  1. απόλαυση, ευχαρίστηση, ικανοποίηση
  2. καρπός, φρούτο
  3. (μεταφορικά) κέρδος, όφελος, ωφέλεια, επιτυχία

Αλλόγλωσσα παράγωγα

επεξεργασία
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική fructus fructūs
γενική fructūs fructuum
δοτική fructuī fructibus
αιτιατική fructum fructūs
κλητική fructus fructūs
αφαιρετική fructū fructibus
(δ' κλίση)

fructus, -a, -um

ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική fructus fructa fructum fructī fructae fructa
γενική fructī fructae fructī fructōrum fructārum fructōrum
δοτική fructō fructae fructō fructīs fructīs fructīs
αιτιατική fructum fructam fructum fructōs fructās fructa
κλητική fructe fructa fructum fructī fructae fructa
αφαιρετική fructō fructā fructō fructīs fructīs fructīs
(Επίθετα) (Μετοχές) (Αντωνυμίες) (Γερουνδιακά)