φρουτοπολτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fɾu.to.polˈtos/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φρουτοπολτός αρσενικό
- φρουτοποτό από ολόκληρα φρούτα, άρα πιο παχύρρευστο από τόν φρουτοχυμό, συχνά παιδική τροφή
Συγγενικά
επεξεργασία- φρουτόκρεμα
- → και δείτε τις λέξεις φρούτο και πολτός