Τσεχικά (cs) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ovoce < πρωτοσλαβική ovotje

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ovoce (pl) ουδέτερο

  1. (βοτανική) ο καρπός
  2. (φρούτο) το φρούτο
  3. (μεταφορικά) το προϊόν, το αποτέλεσμα (των ενεργειών μας)

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία