ovoce
Τσεχικά (cs)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ovoce < πρωτοσλαβική ovotje
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ovoce (pl) ουδέτερο
- (βοτανική) ο καρπός
- το φρούτο
- (μεταφορικά) το προϊόν, το αποτέλεσμα (των ενεργειών μας)
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
- zakázané ovoce: ο απαγορευμένος καρπός