↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φλοιακός η φλοιακή το φλοιακό
      γενική του φλοιακού της φλοιακής του φλοιακού
    αιτιατική τον φλοιακό τη φλοιακή το φλοιακό
     κλητική φλοιακέ φλοιακή φλοιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φλοιακοί οι φλοιακές τα φλοιακά
      γενική των φλοιακών των φλοιακών των φλοιακών
    αιτιατική τους φλοιακούς τις φλοιακές τα φλοιακά
     κλητική φλοιακοί φλοιακές φλοιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φλοιακός < φλοι(ός) + -ακός

  Επίθετο

επεξεργασία

φλοιακός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τον φλοιό, αναφέρεται σ’ αυτόν ή βρίσκεται σ’ αυτόν
    • ※  Ο μυελός των οστών αιματώνεται από τους μυελικούς κλάδους της τροφοφόρου αρτηρίας του οστού, η οποία αφού διαπεράσει το φλοιό διαμέσου ενός «θρεπτικού καναλιού», διακλαδίζεται σε μια σειρά αγγείων που εφοδιάζουν με αίμα τόσο το φλοιακό, όσο και το μυελικό οστό. (*[1])
  2. που έχει σχέση με τον εγκεφαλικό φλοιό
    • πχ. (ιατρική, ψυχιατρική) φλοιακές λειτουργίες, φλοιακή αυτοεπίγνωση
  3. που έχει σχέση με φλούδα καρπού
    • πχ. (βοτανολογία, ιολογία) φλοιακή ασθένεια ντομάτας (ανατομικός προσδιορισμός)

δυσαρμονικός τύπος

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Κίττας, Χ. (2005) Εργαστήριο Ιστολογίας & Εμβρυολογίας, Ιατρική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών