φλοιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φλοιακός | η | φλοιακή | το | φλοιακό |
γενική | του | φλοιακού | της | φλοιακής | του | φλοιακού |
αιτιατική | τον | φλοιακό | τη | φλοιακή | το | φλοιακό |
κλητική | φλοιακέ | φλοιακή | φλοιακό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φλοιακοί | οι | φλοιακές | τα | φλοιακά |
γενική | των | φλοιακών | των | φλοιακών | των | φλοιακών |
αιτιατική | τους | φλοιακούς | τις | φλοιακές | τα | φλοιακά |
κλητική | φλοιακοί | φλοιακές | φλοιακά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαφλοιακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον φλοιό, αναφέρεται σ’ αυτόν ή βρίσκεται σ’ αυτόν
- που έχει σχέση με τον εγκεφαλικό φλοιό
- πχ. (ιατρική, ψυχιατρική) φλοιακές λειτουργίες, φλοιακή αυτοεπίγνωση
- που έχει σχέση με φλούδα καρπού
- πχ. (βοτανολογία, ιολογία) φλοιακή ασθένεια ντομάτας (ανατομικός προσδιορισμός)
δυσαρμονικός τύπος
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φλοιός
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Κίττας, Χ. (2005) Εργαστήριο Ιστολογίας & Εμβρυολογίας, Ιατρική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών