φλοιικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φλοιικός | η | φλοιική | το | φλοιικό |
γενική | του | φλοιικού | της | φλοιικής | του | φλοιικού |
αιτιατική | τον | φλοιικό | τη | φλοιική | το | φλοιικό |
κλητική | φλοιικέ | φλοιική | φλοιικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φλοιικοί | οι | φλοιικές | τα | φλοιικά |
γενική | των | φλοιικών | των | φλοιικών | των | φλοιικών |
αιτιατική | τους | φλοιικούς | τις | φλοιικές | τα | φλοιικά |
κλητική | φλοιικοί | φλοιικές | φλοιικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φλοιικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαφλοιικός
- που αφορά το φλοιό
Μεταφράσεις
επεξεργασία φλοιικός
|