πέτσικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πέτσικος < πετσί
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πέτσικος | η | πέτσικη | το | πέτσικο |
γενική | του | πέτσικου | της | πέτσικης | του | πέτσικου |
αιτιατική | τον | πέτσικο | την | πέτσικη | το | πέτσικο |
κλητική | πέτσικε | πέτσικη | πέτσικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πέτσικοι | οι | πέτσικες | τα | πέτσικα |
γενική | των | πέτσικων | των | πέτσικων | των | πέτσικων |
αιτιατική | τους | πέτσικους | τις | πέτσικες | τα | πέτσικα |
κλητική | πέτσικοι | πέτσικες | πέτσικα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Επίθετο
επεξεργασίαπέτσικος
- (για νόμισμα) εκείνο το οπόιο είναι πλαστό, κίβδηλο.
- αυτό το νόμισμα είνα πέτσικο δηλαδή παραχαραγμένο
- (για ρούχο) εκείνο το οποίο είναι φτιαγμένο από κακής ποιότητας ύφασμα.
Μεταφράσεις
επεξεργασία πέτσικος
|