κοτλέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοτλέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική côtelé < côte + -elé < λατινική costa < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kost-
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοτλέ ουδέτερο άκλιτο (εξελληνισμένος πληθυντικός: τα κοτλέδια)
- είδος μαλακού βελούδινου υφάσματος με ρίγες
- (ως επίθετο) για το ρούχο που είναι φτιαγμένο απ' αυτό το ύφασμα
- κοτλέ παντελόνι, κοτλέ σακάκι
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- κοτλέ στη Βικιπαίδεια