Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Η χαρακτηριστική υφή του κοτλέ

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοτλέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική côtelé < côte + -elé < λατινική costa < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kost-

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοτλέ ουδέτερο άκλιτο (εξελληνισμένος πληθυντικός: τα κοτλέδια)

  1. είδος μαλακού βελούδινου υφάσματος με ρίγες
  2. (ως επίθετο) για το ρούχο που είναι φτιαγμένο απ' αυτό το ύφασμα
    κοτλέ παντελόνι, κοτλέ σακάκι

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία