Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πέτσινος < πετσί + -ινος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πέτσινος η πέτσινη το πέτσινο
      γενική του πέτσινου της πέτσινης του πέτσινου
    αιτιατική τον πέτσινο την πέτσινη το πέτσινο
     κλητική πέτσινε πέτσινη πέτσινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πέτσινοι οι πέτσινες τα πέτσινα
      γενική των πέτσινων των πέτσινων των πέτσινων
    αιτιατική τους πέτσινους τις πέτσινες τα πέτσινα
     κλητική πέτσινοι πέτσινες πέτσινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο επεξεργασία

πέτσινος

  1. από πετσί, δερμάτινος
    Το πέτσινο παντελόνι που φόραγε χτες της πήγαινε πολύ
  2. (μεταφορικά) ψεύτικος, αμφίβολος (ιδιαίτερα για χρήματα· συνήθως στον πληθυντικό)
    • Τον αγώνα τον κερδίσανε με ένα πέτσινο πέναλτυ που έδωσε σε βάρος μας ο διαιτητής
    • Ρώτησε για δανεικά, αλλά αντί για ενέχυρο που του ζήτησα, ήθελε να μου δώσει κάτι πέτσινα γραμμάτια

Άλλες μορφές επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία