Ετυμολογία

επεξεργασία
πετσοκόβω < μεσαιωνική ελληνική πετσοκόβγω[1] [2] < πετσίον / πετζίον (< μεσαιωνική λατινική pettia < γαλατική *pettyā < πρωτοκελτική *kʷezdis: κομμάτι, τμήμα) + κόβγω / κόβω (< αρχαία ελληνική κόπτω)

πετσοκόβω (παθητική φωνή: πετσοκόβομαι)

  1. κόβω κάτι κάνοντάς το κομμάτια
  2. (κατ’ επέκταση) κατακρεουργώ, κατασφάζω
  3. (μεταφορικά) ελαττώνω σε μεγάλο βαθμό, μειώνω πολύ
  4. (μεταφορικά, ειρωνικό) εγχειρίζω ή ενεργώ λανθασμένα ή αδέξια επιφέροντας βλάβες ή τραύματα

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. πετσοκόβωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. πέτσα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.