Ετυμολογία

επεξεργασία

κατατεμαχίζω

  1. τεμαχίζω σε πολλά μικρότερα κομμάτια
     συνώνυμα: κατακομματιάζω
  2. χωρίζω μια μεγάλη έκταση σε μικρότερες
     συνώνυμα: κατακερματίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία