κατατεμαχίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατατεμαχίζω < μεσαιωνική ελληνική κατατεμαχίζω < κατα- + (ελληνιστική κοινή) τεμαχίζω < αρχαία ελληνική τέμαχος < τέμνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tem- (τέμνω, κόβω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ta.te.maˈxi.zo/
Ρήμα
επεξεργασίακατατεμαχίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- κατατεμαχισμός
- → δείτε τις λέξεις κατά και τεμαχίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατατεμαχίζω | κατατεμάχιζα | θα κατατεμαχίζω | να κατατεμαχίζω | κατατεμαχίζοντας | |
β' ενικ. | κατατεμαχίζεις | κατατεμάχιζες | θα κατατεμαχίζεις | να κατατεμαχίζεις | κατατεμάχιζε | |
γ' ενικ. | κατατεμαχίζει | κατατεμάχιζε | θα κατατεμαχίζει | να κατατεμαχίζει | ||
α' πληθ. | κατατεμαχίζουμε | κατατεμαχίζαμε | θα κατατεμαχίζουμε | να κατατεμαχίζουμε | ||
β' πληθ. | κατατεμαχίζετε | κατατεμαχίζατε | θα κατατεμαχίζετε | να κατατεμαχίζετε | κατατεμαχίζετε | |
γ' πληθ. | κατατεμαχίζουν(ε) | κατατεμάχιζαν κατατεμαχίζαν(ε) |
θα κατατεμαχίζουν(ε) | να κατατεμαχίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατατεμάχισα | θα κατατεμαχίσω | να κατατεμαχίσω | κατατεμαχίσει | ||
β' ενικ. | κατατεμάχισες | θα κατατεμαχίσεις | να κατατεμαχίσεις | κατατεμάχισε | ||
γ' ενικ. | κατατεμάχισε | θα κατατεμαχίσει | να κατατεμαχίσει | |||
α' πληθ. | κατατεμαχίσαμε | θα κατατεμαχίσουμε | να κατατεμαχίσουμε | |||
β' πληθ. | κατατεμαχίσατε | θα κατατεμαχίσετε | να κατατεμαχίσετε | κατατεμαχίστε | ||
γ' πληθ. | κατατεμάχισαν κατατεμαχίσαν(ε) |
θα κατατεμαχίσουν(ε) | να κατατεμαχίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατατεμαχίσει | είχα κατατεμαχίσει | θα έχω κατατεμαχίσει | να έχω κατατεμαχίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κατατεμαχίσει | είχες κατατεμαχίσει | θα έχεις κατατεμαχίσει | να έχεις κατατεμαχίσει | ||
γ' ενικ. | έχει κατατεμαχίσει | είχε κατατεμαχίσει | θα έχει κατατεμαχίσει | να έχει κατατεμαχίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατατεμαχίσει | είχαμε κατατεμαχίσει | θα έχουμε κατατεμαχίσει | να έχουμε κατατεμαχίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κατατεμαχίσει | είχατε κατατεμαχίσει | θα έχετε κατατεμαχίσει | να έχετε κατατεμαχίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατατεμαχίσει | είχαν κατατεμαχίσει | θα έχουν κατατεμαχίσει | να έχουν κατατεμαχίσει |
|