Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πετσόκομμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
πετσόκομμα
τα
πετσοκόμμα
τ
α
γενική
του
πετσοκόμμα
τ
ος
των
πετσοκομμά
τ
ων
αιτιατική
το
πετσόκομμα
τα
πετσοκόμμα
τ
α
κλητική
πετσόκομμα
πετσοκόμμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πετσόκομμα
<
πετσοκόβ(ω)
+
-μα
με
-κομμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πετσόκομμα
ουδέτερο
(
οικείο
) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του
πετσοκόβω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πετσόκομμα