κουτσουρεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακουτσουρεύω
- κλαδεύω ένα φυτό πάρα πολύ και με κακό τρόπο
- (μεταφορικά) ακρωτηριάζω κάποιον
- (μεταφορικά) κάνω περικοπές, μειώνω
Συγγενικά
επεξεργασία- ακουτσούρευτος
- κουτσούρεμα
- κουτσουρεμένος
- → δείτε τη λέξη κούτσουρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία κουτσουρεύω
|