πετσί και κόκαλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαπετσί και κόκαλο
- πολύ λεπτός, πολύ αδύνατος, χωρίς καθόλου κρέας πάνω του, τόσο που διαγράφονται τα κόκαλα κάτω από το δέρμα του
- → δείτε και τη λέξη μένω πετσί και κόκαλο