• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

παλιοτόμαρο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παλιοτόμαρο τα παλιοτόμαρα
      γενική του παλιοτόμαρου των παλιοτόμαρων
    αιτιατική το παλιοτόμαρο τα παλιοτόμαρα
     κλητική παλιοτόμαρο παλιοτόμαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

παλιοτόμαρο < παλιο- + τομάρι

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

παλιοτόμαρο ουδέτερο

  • υβριστικός χαρακτηρισμός για άνθρωπο ασυνείδητο, χωρίς αρχές

  Μεταφράσεις Επεξεργασία

    παλιοτόμαρο
  • αγγλικά : scum (en), vermin (en), scoundrel (en), thug (en), cad (en)
  • γαλλικά : crapule (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=παλιοτόμαρο&oldid=5501402"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Φεβρουαρίου 2022, στις 07:24

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Φεβρουαρίου 2022, στις 07:24.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie