Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φιδοτόμαρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
φιδοτόμαρ
ο
τα
φιδοτόμαρ
α
γενική
του
φιδοτόμαρ
ου
των
φιδοτόμαρ
ων
αιτιατική
το
φιδοτόμαρ
ο
τα
φιδοτόμαρ
α
κλητική
φιδοτόμαρ
ο
φιδοτόμαρ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
λεπτομέρεια σε
φιδοτόμαρο
Ετυμολογία
επεξεργασία
φιδοτόμαρο
<
φίδι
+
τομάρι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φιδοτόμαρο
ουδέτερο
το
φιδοπουκάμισο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φιδοτόμαρο
→
δείτε
τη λέξη
φιδοπουκάμισο