τρισάθλιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τρισάθλιος < αρχαία ελληνική τρισάθλιος < τρίς + ἄθλιος (τρεις φορές άθλιος)
Επίθετο
επεξεργασίατρισάθλιος, -α, -ο
- πολύ φτωχός
- που βρίσκεται σε πάρα πολύ κακή κατάσταση (ερειπωμένος ή κουρελιασμένος ή πολύ βρώμικος κ.λπ)
- φορούσε ένα παντελόνι ελεεινό και τρισάθλιο
- εξαιρετικά ανήθικος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τρισάθλιος