↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρισάθλιος η τρισάθλια το τρισάθλιο
      γενική του τρισάθλιου της τρισάθλιας του τρισάθλιου
    αιτιατική τον τρισάθλιο την τρισάθλια το τρισάθλιο
     κλητική τρισάθλιε τρισάθλια τρισάθλιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρισάθλιοι οι τρισάθλιες τα τρισάθλια
      γενική των τρισάθλιων των τρισάθλιων των τρισάθλιων
    αιτιατική τους τρισάθλιους τις τρισάθλιες τα τρισάθλια
     κλητική τρισάθλιοι τρισάθλιες τρισάθλια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρισάθλιος < αρχαία ελληνική τρισάθλιος < τρίς + ἄθλιος (τρεις φορές άθλιος)

  Επίθετο

επεξεργασία

τρισάθλιος, -α, -ο

  1. πολύ φτωχός
  2. που βρίσκεται σε πάρα πολύ κακή κατάσταση (ερειπωμένος ή κουρελιασμένος ή πολύ βρώμικος κ.λπ)
    φορούσε ένα παντελόνι ελεεινό και τρισάθλιο
  3. εξαιρετικά ανήθικος

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία