ἄθλιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἄθλιος | ἡ | ἀθλίᾱ & ἄθλιος |
τὸ | ἄθλιον |
γενική | τοῦ | ἀθλίου | τῆς | ἀθλίᾱς & ἀθλίου |
τοῦ | ἀθλίου |
δοτική | τῷ | ἀθλίῳ | τῇ | ἀθλίᾳ & ἀθλίῳ |
τῷ | ἀθλίῳ |
αιτιατική | τὸν | ἄθλιον | τὴν | ἀθλίᾱν & ἄθλιον |
τὸ | ἄθλιον |
κλητική ὦ! | ἄθλιε | ἀθλίᾱ & ἄθλιε |
ἄθλιον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ἄθλιοι | αἱ | ἄθλιαι & ἄθλιοι |
τὰ | ἄθλιᾰ |
γενική | τῶν | ἀθλίων | τῶν | ἀθλίων & ἀθλίων |
τῶν | ἀθλίων |
δοτική | τοῖς | ἀθλίοις | ταῖς | ἀθλίαις & ἀθλίοις |
τοῖς | ἀθλίοις |
αιτιατική | τοὺς | ἀθλίους | τὰς | ἀθλίᾱς & ἀθλίους |
τὰ | ἄθλιᾰ |
κλητική ὦ! | ἄθλιοι | ἄθλιαι & ἄθλιοι |
ἄθλιᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀθλίω | τὼ | ἀθλίᾱ & ἀθλίω |
τὼ | ἀθλίω |
γεν-δοτ | τοῖν | ἀθλίοιν | τοῖν | ἀθλίαιν & ἀθλίοιν |
τοῖν | ἀθλίοιν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἄθλιος, -α/-ος, -ον, συγκριτικός : ἀθλιώτερος, υπερθετικός : ἀθλιώτατος
- αττικός τύπος του ἀέθλιος
- δυστυχής, ταλαίπωρος
- ※ οἰκτρὰ σύ, τέκνον, ἀθλία δ’ ἐγὼ γυνή (Ευριπίδης, Εκάβη, 417)
- άθλιος
- επώδυνος
- δυστυχής, ταλαίπωρος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία- ἀθλιοποιός
- ἀθλιότης
- ἀθλιόω ἀθλιόομαι
- ἀθλίως (επίρρημα)
→ και δείτε τη λέξη ἄεθλον
Πηγές
επεξεργασία- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- ἄθλιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄθλιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.