↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἆθλον τὰ ἆθλ
      γενική τοῦ ἄθλου τῶν ἄθλων
      δοτική τῷ ἄθλ τοῖς ἄθλοις
    αιτιατική τὸ ἆθλον τὰ ἆθλ
     κλητική ! ἆθλον ἆθλ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἄθλω
γεν-δοτ τοῖν  ἄθλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἆθλον < *ἄϝεθλον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂weh₁- + *-dʰlom

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἆθλον ουδέτερο

  1. βραβείο
  2. αμοιβή
  3. αγώνας, άμιλλα, μόχθος
     συνώνυμα: ἆθλος
  4. (ουσιαστικοποιημένο στον πληθυντικό) ἆθλα: μέρος που διεξάγονται αγώνες, παλαίστρα
     συνώνυμα: (λατινικά) arena

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία