ἄεθλον
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | ἄεθλον | ἀέθλω | ἄεθλα |
Γενική | ἀέθλου | ἀέθλοιν | ἀέθλων |
Δοτική | ἀέθλῳ | ἀέθλοιν | ἀέθλοις |
Αιτιατική | ἄεθλον | ἀέθλω | ἄεθλα |
Κλητική | ἄεθλον | ἀέθλω | ἄεθλα |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ἄεθλον ουδέτερο
- επικός τύπος του ἆθλον
- ιωνικός τύπος του ἆθλον