ἄεθλον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἄεθλον | τὰ | ἄεθλᾰ |
γενική | τοῦ | ἀέθλου | τῶν | ἀέθλων |
δοτική | τῷ | ἀέθλῳ | τοῖς | ἀέθλοις |
αιτιατική | τὸ | ἄεθλον | τὰ | ἄεθλᾰ |
κλητική ὦ! | ἄεθλον | ἄεθλᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀέθλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀέθλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἄεθλον ουδέτερο
- επικός τύπος του ἆθλον
- ιωνικός τύπος του ἆθλον