varlet
Παλαιά γαλλικά (fro)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
cas sujet | varlez | varlet |
cas régime | varlet | varlez |
varlet αρσενικό
- → δείτε τη λέξη vaslet
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
cas sujet | varlez | varlet |
cas régime | varlet | varlez |
varlet αρσενικό