Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λαμόγιο τα λαμόγια
      γενική του λαμόγιου των λαμόγιων
    αιτιατική το λαμόγιο τα λαμόγια
     κλητική λαμόγιο λαμόγια
Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο.
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαμόγιο < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /laˈmo.ʝo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα‐μό‐γιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λαμόγιο ουδέτερο

  • (μειωτικό) απατεώνας, που υποκρίνεται τον αγοραστή για να προσελκύσει πελάτες για χάρη κάποιου άλλου· που επωφελείται εξαπατώντας κι έπειτα αποχωρεί. Η πράξη στο σύνολό της αποκαλείται λαμογιά
    ※  Ο Τσιφόρος ονόμαζε λαμόγια τους αβανταδόρους, αυτούς τους συνεργάτες των παπατζήδων, που με το δήθεν επιτυχημένο ποντάρισμά τους στο παιχνίδι προσέλκυαν τα κορόιδα, για να τα ξαλαφρώσει ο παπατζής από τα λεφτουδάκια τους. (Λαμόγιο, Η εφημερίδα των συντακτών, 11/05/2019, [1])

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • την κάνω λαμόγιο (/λαμόγια): εξαπατώ κάποιον και εξαφανίζομαι

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία