ĉarlatano
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉarlatano | ĉarlatanoj |
αιτιατική | ĉarlatanon | ĉarlatanojn |
ĉarlatano (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉarlatano | ĉarlatanoj |
αιτιατική | ĉarlatanon | ĉarlatanojn |
ĉarlatano (eo)