παπατζής
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
παπατζής αρσενικό
- πλανόδιος που παίζει το απατεωνίστικο παιχνίδι του παπά προκαλώντας τη συμμετοχή των περαστικών
- (μεταφορικά) ο απατεώνας, ο αγύρτης, το λαμόγιο, ο αφερέγγυος άνθρωπος
Συγγενικά
Μεταφράσεις
παπατζής
|