Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αφερέγγυος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αφερέγγυ
ος
η
αφερέγγυ
η
το
αφερέγγυ
ο
γενική
του
αφερέγγυ
ου
της
αφερέγγυ
ης
του
αφερέγγυ
ου
αιτιατική
τον
αφερέγγυ
ο
την
αφερέγγυ
η
το
αφερέγγυ
ο
κλητική
αφερέγγυ
ε
αφερέγγυ
η
αφερέγγυ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αφερέγγυ
οι
οι
αφερέγγυ
ες
τα
αφερέγγυ
α
γενική
των
αφερέγγυ
ων
των
αφερέγγυ
ων
των
αφερέγγυ
ων
αιτιατική
τους
αφερέγγυ
ους
τις
αφερέγγυ
ες
τα
αφερέγγυ
α
κλητική
αφερέγγυ
οι
αφερέγγυ
ες
αφερέγγυ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αφερέγγυος
<
α-
+
φερέγγυος
Επίθετο
επεξεργασία
αφερέγγυος, -η, -ο
που δεν παρέχει καμία
εγγύηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αφερέγγυος
αγγλικά
:
insolvent
(en)
γαλλικά
:
insolvable
(fr)