Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φερέγγυος η φερέγγυα το φερέγγυο
      γενική του φερέγγυου της φερέγγυας του φερέγγυου
    αιτιατική τον φερέγγυο τη φερέγγυα το φερέγγυο
     κλητική φερέγγυε φερέγγυα φερέγγυο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φερέγγυοι οι φερέγγυες τα φερέγγυα
      γενική των φερέγγυων των φερέγγυων των φερέγγυων
    αιτιατική τους φερέγγυους τις φερέγγυες τα φερέγγυα
     κλητική φερέγγυοι φερέγγυες φερέγγυα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φερέγγυος < αρχαία ελληνική φερέγγυος

  Επίθετο επεξεργασία

φερέγγυος

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ φερέγγυος τὸ φερέγγυον οἱ, αἱ φερέγγυοι τὰ φερέγγυα
Γενική τοῦ, τῆς φερεγγύου τοῦ φερεγγύου τῶν φερεγγύων τῶν φερεγγύων
Δοτική τῷ, τῇ φερεγγύῳ τῷ φερεγγύῳ τοῖς, ταῖς φερεγγύοις τοῖς φερεγγύοις
Αιτιατική τὸν, τὴν φερέγγυον τὸ φερέγγυον τοὺς, τὰς φερεγγύους τὰ φερέγγυα
Κλητική φερέγγυε φερέγγυον φερέγγυοι φερέγγυα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική φερεγγύω
Γενική-Δοτική φερεγγύοιν

  Ετυμολογία επεξεργασία

φερέγγυος < φέρω + ἐγγύη

  Επίθετο επεξεργασία

φερέγγυος, -ος, -ον

  1. φερέγγυος, που παρέχει εγγύηση
  2. που είναι άξιος εμπιστοσύνης
  3. που είναι ικανός να απαντήσει σε κάτι
  4. ικανός, κατάλληλος

Συγγενικά επεξεργασία