φερέγγυος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φερέγγυος < αρχαία ελληνική φερέγγυος
Επίθετο επεξεργασία
φερέγγυος
- αξιόπιστος, αξιόχρεος
- φερέγγυος ομιλητής
- φερέγγυος δανειολήπτης ή οφειλέτης
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φερέγγυος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ φερέγγυος | τὸ φερέγγυον | οἱ, αἱ φερέγγυοι | τὰ φερέγγυα |
Γενική | τοῦ, τῆς φερεγγύου | τοῦ φερεγγύου | τῶν φερεγγύων | τῶν φερεγγύων |
Δοτική | τῷ, τῇ φερεγγύῳ | τῷ φερεγγύῳ | τοῖς, ταῖς φερεγγύοις | τοῖς φερεγγύοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν φερέγγυον | τὸ φερέγγυον | τοὺς, τὰς φερεγγύους | τὰ φερέγγυα |
Κλητική | φερέγγυε | φερέγγυον | φερέγγυοι | φερέγγυα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | φερεγγύω | |||
Γενική-Δοτική | φερεγγύοιν |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
φερέγγυος, -ος, -ον
- φερέγγυος, που παρέχει εγγύηση
- που είναι άξιος εμπιστοσύνης
- που είναι ικανός να απαντήσει σε κάτι
- ικανός, κατάλληλος