αναξιόχρεος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααναξιόχρεος, -η / -ος, -ο(ν)
- ο ανάξιος αποπληρωτής χρεών
- ο αναξιόπιστος σε συναλλαγές
- (κατ’ επέκταση) ο ανάξιος ν΄ αναλάβει οικονομικές υποχρεώσεις
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- οι παραπάνω χαρακτηρισμοί αποδίδονται σε πάγια συμπεριφορά και όχι σε αιφνίδια κατάσταση λόγω εξωγενούς αιτίου, π.χ. τραυματισμού, απόλυσης από εργασία, περικοπής αποδοχών ή σύνταξης κ.λπ.
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναξιόχρεος
|