Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναξιόχρεος η αναξιόχρεη το αναξιόχρεο
      γενική του αναξιόχρεου της αναξιόχρεης του αναξιόχρεου
    αιτιατική τον αναξιόχρεο την αναξιόχρεη το αναξιόχρεο
     κλητική αναξιόχρεε αναξιόχρεη αναξιόχρεο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναξιόχρεοι οι αναξιόχρεες τα αναξιόχρεα
      γενική των αναξιόχρεων των αναξιόχρεων των αναξιόχρεων
    αιτιατική τους αναξιόχρεους τις αναξιόχρεες τα αναξιόχρεα
     κλητική αναξιόχρεοι αναξιόχρεες αναξιόχρεα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναξιόχρεος < α- (στερητικό) + αξιόχρεος

  Επίθετο επεξεργασία

αναξιόχρεος, -η / -ος, -ο(ν)

  1. ο ανάξιος αποπληρωτής χρεών
     συνώνυμα: κακοπληρωτής
  2. ο αναξιόπιστος σε συναλλαγές
  3. (κατ’ επέκταση) ο ανάξιος ν΄ αναλάβει οικονομικές υποχρεώσεις

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  • οι παραπάνω χαρακτηρισμοί αποδίδονται σε πάγια συμπεριφορά και όχι σε αιφνίδια κατάσταση λόγω εξωγενούς αιτίου, π.χ. τραυματισμού, απόλυσης από εργασία, περικοπής αποδοχών ή σύνταξης κ.λπ.

  Μεταφράσεις επεξεργασία