παραθετικά
θετικός trustworthy
συγκριτικός trustworthier / more trustworthy
υπερθετικός trustworthiest / most trustworthy

  Ετυμολογία

επεξεργασία
trustworthy < trust + -worthy

  Επίθετο

επεξεργασία

trustworthy (en)

  • αξιόπιστος, που μπορώ να βασιστώ για να είμαι καλός, ειλικρινής κτλ.
    ⮡  a trustworthy friend - αξιόπιστος φίλος
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη dependable