Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
trust trusts

trust (en)

  1. η εμπιστοσύνη, η πίστη
  2. το τραστ
ενεστώτας trust
γ΄ ενικό ενεστώτα trusts
αόριστος trusted
παθητική μετοχή trusted
ενεργητική μετοχή trusting

trust (en)

  • εμπιστεύομαι, πιστεύω κάποιον
    ⮡  How can I trust you?
    Πώς μπορώ να σε εμπιστευτώ;
    ⮡  He promised them that he will do it but they didn’t trust him.
    Τους υποσχέθηκε ότι θα το κάνει αλλά δεν τον εμπιστεύτηκαν.



  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
trust trusts

trust (fr) αρσενικό