trust
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
trust | trusts |
trust (en)
- η εμπιστοσύνη, η πίστη
- το τραστ
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | trust |
γ΄ ενικό ενεστώτα | trusts |
αόριστος | trusted |
παθητική μετοχή | trusted |
ενεργητική μετοχή | trusting |
trust (en)
- εμπιστεύομαι, πιστεύω κάποιον
- ⮡ How can I trust you?
- Πώς μπορώ να σε εμπιστευτώ;
- ⮡ He promised them that he will do it but they didn’t trust him.
- Τους υποσχέθηκε ότι θα το κάνει αλλά δεν τον εμπιστεύτηκαν.
- ⮡ How can I trust you?
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
trust | trusts |
trust (fr) αρσενικό
- το τραστ