Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐγγύη < ἐν + γυῖον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gew- (χέρι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐγγύη θηλυκό

  1. αυτό που δίνεις στο χέρι άλλου, το ενέχυρο, η ασφάλεια, η βεβαίωση
  2. ο αρραβώνας γιού ή θυγατέρας από την πλευρά του πατέρα

Άλλες μορφές επεξεργασία

ἐγγύα

Εκφράσεις επεξεργασία

  • ἐγγύα, πάρα δ΄ ἄτα γνωμικό (γίνε εγγυητής και η η ζημιά είναι εγγύς)

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία