καιροσκόπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καιροσκόπος < (ελληνιστική κοινή) καιροσκόπος < αρχαία ελληνική καιρός + -σκόπος (σκοπέω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ce.ɾoˈsko.pos/
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαιροσκόπος αρσενικό ή θηλυκό
- άνθρωπος που χωρίς να δεσμεύεται από αρχές καιροφυλακτεί και αρπάζει οποιαδήποτε ευκαιρία του προσφέρεται και έτσι συχνά αλλάζει στρατόπεδο, πολιτική τοποθέτηση, φίλους, συμμάχους κ.λπ.
Συγγενικά
επεξεργασία- καιροσκοπία
- καιροσκοπικά
- καιροσκοπικός
- καιροσκοπισμός
- καιροσκοπώ
- → δείτε τις λέξεις καιρός και σκοπώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία καιροσκόπος