καιροσκοπικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καιροσκοπικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
καιροσκοπικός, -ή, -ό
- που συντελεί στον καιροσκοπισμό
Μεταφράσεις επεξεργασία
καιροσκοπικός
|
καιροσκοπικός, -ή, -ό
|