↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καιροσκοπισμός οι καιροσκοπισμοί
      γενική του καιροσκοπισμού των καιροσκοπισμών
    αιτιατική τον καιροσκοπισμό τους καιροσκοπισμούς
     κλητική καιροσκοπισμέ καιροσκοπισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καιροσκοπισμός < καιροσκόπος + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική opportunisme)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ce.ɾo.sko.piˈzmos/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καιροσκοπισμός αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία