καιροσκοπισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καιροσκοπισμός < καιροσκόπος + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική opportunisme)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ce.ɾo.sko.piˈzmos/
Ουσιαστικό επεξεργασία
καιροσκοπισμός αρσενικό
- η τακτική του καιροσκόπου, η εκμετάλλευση κάθε ευκαιρίας χωρίς ολοκληρωμένο σχέδιο για το μέλλον και χωρίς αρχές
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις καιροσκόπος, καιρός και σκοπώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
καιροσκοπισμός