οπορτουνισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οπορτουνισμός < γαλλική opportunisme < opportun (πρόσφορος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοπορτουνισμός αρσενικό
ως γενικός όρος «ευνοιοκρατία»
- τρόπος ενέργειας σύμφωνα με τον οποίο ο δράστης του κινητοποιείται από συμφεροντολογικά κίνητρα κι όχι από το χρέος προς μια πάγια αρχή
- ελιγμός και η αξιοποίηση συγκυριών κάθε είδους προκειμένου να επιτευχθούν προσωπικά συμφέροντα
- συμμόρφωση προς την αστική νομιμότητα (με μαρξιστικούς όρους), άρα η εγκατάλειψη της επανάστασης (με μαρξιστικούς όρους)
Συγγενικά
επεξεργασία- οπορτουνιστής
- λατινικά: opportunitas (la) opportunus tempus/locus
Μεταφράσεις
επεξεργασία οπορτουνισμός
|