οπορτουνιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οπορτουνιστής < όρος λατινικής προέλευσης opportunus
Επίθετο
επεξεργασίαοπορτουνιστής αρσενικό ή θηλυκό
ο ευνοιοκρατικός, αυτός που συμβιβάζεται για προσωπικό και επιμεριστικό συμφέρον
Μεταφράσεις
επεξεργασία οπορτουνιστής
|