↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οπορτουνιστής οι οπορτουνιστές
      γενική του οπορτουνιστή των οπορτουνιστών
    αιτιατική τον οπορτουνιστή τους οπορτουνιστές
     κλητική οπορτουνιστή οπορτουνιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οπορτουνιστής < όρος λατινικής προέλευσης opportunus

  Επίθετο

επεξεργασία

οπορτουνιστής αρσενικό ή θηλυκό

ο ευνοιοκρατικός, αυτός που συμβιβάζεται για προσωπικό και επιμεριστικό συμφέρον

  Μεταφράσεις

επεξεργασία