opportunisme
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαopportunisme < opportun + -isme
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
opportunisme | opportunismes |
opportunisme (fr) αρσενικό
opportunisme < opportun + -isme
ενικός | πληθυντικός |
opportunisme | opportunismes |
opportunisme (fr) αρσενικό