καιροσκοπώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καιροσκοπώ < (ελληνιστική κοινή) καιροσκοπέω / καιροσκοπῶ
Ρήμα
επεξεργασίακαιροσκοπώ
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις καιροσκόπος, καιρός και σκοπώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καιροσκοπώ | καιροσκοπούσα | θα καιροσκοπώ | να καιροσκοπώ | καιροσκοπώντας | |
β' ενικ. | καιροσκοπείς | καιροσκοπούσες | θα καιροσκοπείς | να καιροσκοπείς | (καιροσκόπει) | |
γ' ενικ. | καιροσκοπεί | καιροσκοπούσε | θα καιροσκοπεί | να καιροσκοπεί | ||
α' πληθ. | καιροσκοπούμε | καιροσκοπούσαμε | θα καιροσκοπούμε | να καιροσκοπούμε | ||
β' πληθ. | καιροσκοπείτε | καιροσκοπούσατε | θα καιροσκοπείτε | να καιροσκοπείτε | καιροσκοπείτε | |
γ' πληθ. | καιροσκοπούν(ε) | καιροσκοπούσαν(ε) | θα καιροσκοπούν(ε) | να καιροσκοπούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καιροσκόπησα | θα καιροσκοπήσω | να καιροσκοπήσω | καιροσκοπήσει | ||
β' ενικ. | καιροσκόπησες | θα καιροσκοπήσεις | να καιροσκοπήσεις | καιροσκόπησε | ||
γ' ενικ. | καιροσκόπησε | θα καιροσκοπήσει | να καιροσκοπήσει | |||
α' πληθ. | καιροσκοπήσαμε | θα καιροσκοπήσουμε | να καιροσκοπήσουμε | |||
β' πληθ. | καιροσκοπήσατε | θα καιροσκοπήσετε | να καιροσκοπήσετε | καιροσκοπήστε | ||
γ' πληθ. | καιροσκόπησαν καιροσκοπήσαν(ε) |
θα καιροσκοπήσουν(ε) | να καιροσκοπήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καιροσκοπήσει | είχα καιροσκοπήσει | θα έχω καιροσκοπήσει | να έχω καιροσκοπήσει | ||
β' ενικ. | έχεις καιροσκοπήσει | είχες καιροσκοπήσει | θα έχεις καιροσκοπήσει | να έχεις καιροσκοπήσει | ||
γ' ενικ. | έχει καιροσκοπήσει | είχε καιροσκοπήσει | θα έχει καιροσκοπήσει | να έχει καιροσκοπήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καιροσκοπήσει | είχαμε καιροσκοπήσει | θα έχουμε καιροσκοπήσει | να έχουμε καιροσκοπήσει | ||
β' πληθ. | έχετε καιροσκοπήσει | είχατε καιροσκοπήσει | θα έχετε καιροσκοπήσει | να έχετε καιροσκοπήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καιροσκοπήσει | είχαν καιροσκοπήσει | θα έχουν καιροσκοπήσει | να έχουν καιροσκοπήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία καιροσκοπώ