Ετυμολογία

επεξεργασία
καιροσκοπώ < (ελληνιστική κοινήκαιροσκοπέω / καιροσκοπῶ

καιροσκοπώ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία