παλιομασκαράς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαπαλιομασκαράς < παλιο- + μασκαράς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαλιομασκαράς αρσενικό
- (μεταφορικά) ο απατεώνας
- α βρε παλιομασκαρά, τι μου 'κανες!
Μεταφράσεις
επεξεργασία παλιομασκαράς
|