Ετυμολογία

επεξεργασία

masque < ιταλική maschera

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mask/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
masque masques

masque (fr) αρσενικό

  1. η μάσκα
  2. το προσωπείο
  3. η μουτσούνα (λαϊκό)