Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μουτσούνα οι μουτσούνες
      γενική της μουτσούνας
    αιτιατική τη μουτσούνα τις μουτσούνες
     κλητική μουτσούνα μουτσούνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μουτσούνα < μεσαιωνική ελληνική μούτσουνον, μουτσούνα, μουσούνα (πρόσωπο) < ιταλική διάλεκτος ή βενετική musona (γκριμάτσα). Θηλυκό κατά το φάτσα.[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μουτσούνα θηλυκό

  1. η μάσκα
  2. (μεταφορικά) το πρόσωπο ατόμου που έχει κάνει κάποια γκριμάτσα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία