προσωπείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσωπείο < αρχαία ελληνική προσωπεῖον < πρόσωπον (4. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική masque)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.soˈpi.o/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσωπείο ουδέτερο
- (θέατρο) είδος μάσκας για το πρόσωπο των ηθοποιών του αρχαίου θεάτρου
- προσωπίδα
- είδος νεκρικής μάσκας που έχει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του νεκρού
- (μεταφορικά) ψεύτικη / προσποιητή συμπεριφορά και χαρακτήρας
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πρόσωπο