μασκέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μασκέ < απροσάρμοστο λόγιο δάνειο από τη γαλλική masqué < φράση bal masqué (χορός μεταμφιεσμένων) [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /maˈsce/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐σκέ
Επίθετο επεξεργασία
μασκέ αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο, άκλιτο
- χαρακτηρισμός αποκριάτικης εκδήλωσης όπου οι καλεσμένοι πρέπει να είναι μασκαρεμένοι, να φορούν στολή
- ↪ πήγα σε ένα πάρτι μασκέ. σε έναν χορό μασκέ
- (παρωχημένο) μασκοφόρος (στις Απόκριες) άνδρας γυναίκα ή παιδί
- ↪ Πήγα μασκέ στο πάρτι
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μασκέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας