Ετυμολογία

επεξεργασία
μασκέ < απροσάρμοστο λόγιο δάνειο από τη γαλλική masqué < φράση bal masqué (χορός μεταμφιεσμένων) [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /maˈsce/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐σκέ

  Επίθετο

επεξεργασία

μασκέ αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο, άκλιτο

  1. χαρακτηρισμός αποκριάτικης εκδήλωσης όπου οι καλεσμένοι πρέπει να είναι μασκαρεμένοι, να φορούν στολή
    ⮡  πήγα σε ένα πάρτι μασκέ. σε έναν χορό μασκέ
  2. (παρωχημένο) μασκοφόρος (στις Απόκριες) άνδρας γυναίκα ή παιδί
    ⮡  Πήγα μασκέ στο πάρτι

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία